boson
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]boson (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
boson | bosons |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]boson (fr) αρσενικό
boson (en)
ενικός | πληθυντικός |
boson | bosons |
boson (fr) αρσενικό