should

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

should (en) (ελλειπτικό ρήμα, βοηθητικό ρήμα, modal verb)

  1. πρέπει να, να, χρησιμοποιείται για να δείξω τι είναι σωστό, κατάλληλο κτλ., ειδικά όταν επικρίνουμε τις πράξεις κάποιου
    Maybe we shouldn't bother him?
    Μήπως δεν πρέπει να τον ενοχλήσουμε;
    I don’t know if I should talk.
    Δεν ξέρω αν πρέπει να μιλήσω.
    You should go to bed right now.
    Πρέπει να πας αμέσως για ύπνο.
    Young people should respect their elders.
    Οι νέοι πρέπει να σέβονται τους μεγαλυτέρους.
    You should be ashamed of what you said.
    Θα ΄πρεπε να ντρέπεσαι γι΄ αυτά που είπες.
    These shoes are what you should use for mountain hiking.
    Αυτά τα παπούτσια είναι ό,τι πρέπει για ορειβασία.
    You should type, if you can, the letters, please.
    Να δακτυλογραφήσετε, αν μπορείτε, τις επιστολές, σας παρακαλώ.
    If you go to Greece, you should try to see him.
    Αν θα πας στην Ελλάδα να προσπαθήσεις να τον δεις.
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα must
  2. πρέπει να, να, χρησιμοποιείται για να δώσω ή να ζητήσω συμβουλές
    Maybe we should bother him?/Shouldn't we bother him?
    Μήπως πρέπει να τον ενοχλήσουμε;
    How should I behave?
    Πώς πρέπει να φερθώ;
    What should I do?
    Τι πρέπει να κάνω;
    Who should I contact?
    Σε ποιον πρέπει ν' απευθυνθώ;
    You should speak with him.
    Θα έπρεπε να μιλήσεις μαζί του.
    You should go and see it.
    Θα έπρεπε να πας να το δεις.
    -Should I also come with you? -You should come.
    -Να έρθω κι εγώ μαζί σας; -Να έρθεις.
    Should we refuse?
    Να αρνηθούμε;
    You should go see the painting exhibit soon!
    Να πάτε στην έκθεση ζωγραφικής σύντομα!
    He should come more often so I can see him, because I like his company.
    Να έρχεται πιο συχνά να τον βλέπω, γιατί μου αρέσει η παρέα του.
    You should always remember this!
    Αυτό να το θυμάσαι πάντα!
  3. πρέπει να, θα, χρησιμοποιείται για να πω ότι περιμένω ότι κάτι είναι αλήθεια ή θα συμβεί
    The show should have started.
    Πρέπει να έχει αρχίσει η παράσταση.
    It should be John.
    Πρέπει να είναι ο Γιάννης.
    The train should be coming.
    Πρέπει να έρχεται το τρένο.
    Someone should have seen us.
    Κάποιος πρέπει να μας είδε.
    He should have been about years old.
    Θα πρέπει να ήταν δέκα χρονών περίπου.
    They should be there by now.
    Θα έπρεπε να είναι εκεί τώρα.
    I should be arriving tomorrow.
    Θα φτάνω αύριο.
    If all goes well, I should be going to the movies with my friends.
    Αν όλα πάνε καλά, θα πάω σινεμά με τους φίλους μου.
    George should be taking exams now.
    Ο Γιώργος θα δίνει τώρα εξετάσεις.
  4. έπρεπε να, να, χρησιμοποιείται για να πω ότι κάτι που αναμενόταν δεν συνέβη
    You should have come to see me (implying: but you did not come).
    Έπρεπε να έρθεις να με δεις (υπονοείται: αλλά δεν ήρθες).
    You should have gone to see it (implying: but you did not go).
    Θα έπρεπε να είχες πάει να το δεις (υπονοείται: αλλά δε πήγες).
    You should have told me earlier.
    Έπρεπε να μου το 'χες πει νωρίτερα.
    You should have seen this movie.
    Έπρεπε να την έβλεπες αυτή την ταινία.
    You should have gotten a ticket on time.
    Έπρεπε να βγάλεις έγκαιρα εισιτήριο.
    If you wanted to make her happy, you should have made her a present.
    Αν ήθελες να την ευχαριστήσεις, έπρεπε να της κάνεις ένα δώρο.
    The document should have been sent by the following Monday at the latest!
    Να έχει σταλεί το έγγραφο το αργότερο μέχρι την επόμενη Δευτέρα!
  5. γ΄ πρόσωπο ενικού ενεστώτα του shall, θα, χρησιμοποιείται για την αναφορά όσων έχει πει κάποιος
    I told him I should go./I told him I'd go.
    Του είπα ότι θα πήγαινα.
    άλλες μορφές: 'd (συναίρεση)
  6. (βρετανική σημασία) χρησιμοποιείται μετά το that όταν κάτι προτείνεται ή κανονίζεται
    I loaned him the book so that he should study for his exams.
    Του δάνεισα το βιβλίο να μελετήσει για τις εξετάσεις του.
    I loaned him the book so that he studies for his exams. (εναλλακτική μετάφραση στα αμερικανικά αγγλικά ή βρετανικά αγγλικά)
  7. (θέλω) να, χρησιμοποιείται για να αρνηθώ κάτι ή για να δείξω ότι με ενοχλεί ένα αίτημα· χρησιμοποιείται για να εκφράσω έκπληξη για ένα γεγονός ή μια κατάσταση
    How should I know?
    Πώς να ξέρω;/Πώς θέλεις να το ξέρω;
    Where should I go now?
    Πού θέλεις να πάω τώρα;
    Why should he go?
    Γιατί να πάει;
    Why should I go out?
    Γιατί θέλεις να πάω έξω;
  8. χρησιμοποιείται μετά το that μετά από πολλά επίθετα που περιγράφουν συναισθήματα
    It’s surprising that he should be so foolish.
    Είναι εκπληκτικό να είναι τόσο ανόητος.
  9. (επίσημο) θα ήθελα να, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε ένα πιθανό γεγονός ή κατάσταση
    I asked him if the child should wait.
    Τον ρώτησα αν θα ήθελε να να περιμένει το παιδί.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • ought (για όλες σημασίες)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]