pencil
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Πολυλεκτικοί όροι
1.2
Πηγές
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
pencil
pencils
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
pencil
(en)
(
γραφική ύλη
) το
μολύβι
Πολυλεκτικοί όροι
[
επεξεργασία
]
pencil sharpener
Πηγές
[
επεξεργασία
]
pencil
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Γραφική ύλη (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συν��έσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
አማርኛ
العربية
Asturianu
Azərbaycanca
Български
বাংলা
Bosanski
Català
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Français
Frysk
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Jawa
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Кыргызча
Lëtzebuergesch
Limburgs
Lombard
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Māori
Македонски
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Русский
Sängö
Simple English
Slovenčina
Gagana Samoa
Shqip
Српски / srpski
Sunda
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
Українська
Oʻzbekcha / ўзбекча
Vèneto
Tiếng Việt
Volapük
中文
閩南語 / Bân-lâm-gú