attendance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
attendance | attendances |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]attendance (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η παρακολούθηση, η παρουσία, η φοίτηση, η πράξη της παρουσίας σε ένα μέρος
- ↪ Attendance at school is compulsory.
- Η παρακολούθηση στο σχολείο είναι υποχρεωτική.
- ↪ your attendance at the general meeting - η παρουσία σας στη γενική συνέλευση
- ↪ He has three attendances this month.
- Είχε τρεις παρουσίες αυτό το μήνα.
- ↪ Attendance is mandatory.
- Η φοίτηση είναι υποχρεωτική.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη presence
- ↪ Attendance at school is compulsory.
- η προσέλευση, τον αριθμό των ατόμων που είναι παρόντα σε μια οργανωμένη εκδήλωση
Πηγές
[επεξεργασία]- attendance - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 657, 669-670. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρακολούθηση, παρουσία